ἁμαρτάνεις

ἁμαρτάνεις
ἁμαρτάνω
Acut. (Sp.)
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμαρτάνω — και αμαρταίνω αμάρτησα (στη δημοτική μόνο αμτβ.), παραβαίνω τον ηθικό ή θεϊκό νόμο, κάνω το κακό: Μ αυτά που λες αμαρτάνεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”